ναρθήκιο

ναρθήκιο
το (Α ναρθήκιον) [νάρθηξ]
νεοελλ.
βοτ. (κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση) γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών λειριιδών
αρχ.
1. μικρό τεμάχιο ή σχίζα νάρθηκα
2. ιατρ. μικρή ράβδος η οποία συνήθως τοποθετούνταν μαζί με άλλες όμοιες ράβδους για να υποστηρίξει και με δεύτερη επίδεση την πρώτη επίδεση τραύματος ή κατάγματος ενός μέλους τού σώματος με σκοπό την αποφυγή ερεθισμού και την πλήρη ακινησία του
3. το φυτό ασφόδελος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”