- ναρθήκιο
- το (Α ναρθήκιον) [νάρθηξ]νεοελλ.βοτ. (κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση) γένος μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας τών λειριιδώναρχ.1. μικρό τεμάχιο ή σχίζα νάρθηκα2. ιατρ. μικρή ράβδος η οποία συνήθως τοποθετούνταν μαζί με άλλες όμοιες ράβδους για να υποστηρίξει και με δεύτερη επίδεση την πρώτη επίδεση τραύματος ή κατάγματος ενός μέλους τού σώματος με σκοπό την αποφυγή ερεθισμού και την πλήρη ακινησία του3. το φυτό ασφόδελος.
Dictionary of Greek. 2013.